πεντενιαύσιος

πεντενιαύσιος
πεντενῐαύσιος, ον,
A lasting five years,

σιγή Tz. H. 8.280

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντενιαύσιος — ον, Μ αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια, ο πενταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ἐνιαύσιος «ετήσιος»] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”